- ναυμάχος
- ομαχητής στη θάλασσα, αλλ. θαλασσομάχος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ναύμαχος — ναύμαχος, ον (Α) αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε ναυμαχία ή αυτός που είναι κατάλληλος για ναυμαχία 2. νικητής σε ναυμαχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς «πλοίο» + μαχος (< μάχομαι)] … Dictionary of Greek
ναυμάχος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναύμαχος — of masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυμάχος — ο (Α ναυμάχος, ον) (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που μάχεται στη θάλασσα, αυτός που παίρνει μέρος σε ναυμαχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς «πλοίο» + μάχος (< μάχομαι), πρβλ. μονομάχος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργητική σημ.] … Dictionary of Greek
ναυμάχοις — ναύμαχος of masc/fem/neut dat pl ναυμάχος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυμάχον — ναυμάχος masc/fem acc sg ναυμάχος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυμάχου — ναύμαχος of masc/fem/neut gen sg ναυμάχος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυμάχους — ναύμαχος of masc/fem acc pl ναυμάχος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυμάχων — ναύμαχος of masc/fem/neut gen pl ναυμάχος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυμάχῳ — ναύμαχος of masc/fem/neut dat sg ναυμάχος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)